- διατηρήσιμος
- -η, -οαυτός που είναι δυνατόν να διατηρηθεί: Οι ξηροί καρποί είναι μακροχρόνια διατηρήσιμοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διατηρήσιμος — η, ο (AM διατηρήσιμος, ον) αυτός που μπορεί ή αξίζει να διατηρηθεί … Dictionary of Greek